πρωτοχυτος

πρωτοχυτος
    πρωτόχυτος
    πρωτό-χῠτος
    2
    впервые нацеженный, т.е. из новой бочки
    

(οἶνος Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πρωτοχυτος" в других словарях:

  • πρωτόχυτος — ον, Α αυτός που χύνεται πρώτος («πρωτόχυτος οἶνος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + χυτός (< χέω «χύνω»), πρβλ. νεό χυτος] …   Dictionary of Greek

  • πρωτόχυτον — πρωτόχυτος first flowing masc/fem acc sg πρωτόχυτος first flowing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοχύτοιο — πρωτόχυτος first flowing masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»